Μαντινέης

Μαντινέης
Μαντινέη
fem gen sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταρτιστήρ — καταρτιστήρ, ῆρος, ὁ (Α) [καταρτίζω] αυτός που αποκαθιστά την τάξη, ο διαιτητής («ἡ δὲ Πυθίη ἑκέλευε ἑκ Μαντινέης τῶν Ἀρκάδων καταρτιστῆρα ἀγαγέσθαι», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”